Καθισμένος
ανάμεσα στις στοιβάδες των δέντρων, ψάχνοντας την ηρεμία, αναζητώντας τη
γαλήνη, ατενίζοντας το μέλλον, κι όλα αυτά κοιτάζοντας τον μακρινό ορίζοντα, από
εκεί θα έρθουν όλα – το απαλό αεράκι που φυσάει σα να γαργαλάει τα χορτάρια και
τα φύλλα που λικνίζονται στον καυτό ήλιο, τα λουλούδια ανθίζουν, η φύση
χαίρεται και σε κάνει να πιστεύεις πως τα θαύματα είναι δυνατά – το μάζεμα των
λουλουδιών, το στεφάνι στην πόρτα, η δημιουργία μιας ευχής – το παρόν μυρίζει
υπέροχα, το μέλλον φαίνεται μακρινό, το παρελθόν συσσωρεύεται στην λήθη – το αεράκι
ξαφνικά έγινε αέρας και σα να ξύνει την πλάτη της πλάσης όλης η οποία
τεντώνεται να υποδεχτεί το χάδι και μουρμουρίζει ικανοποιημένη, ο ήλιος πέφτει
και η Ρόζα κουράστηκε να τρέχει, ήνεγκεν η ώρα της επιστροφής, σε ένα αύριο
αβέβαιο, το τώρα δεν υπάρχει πια.